- γονύκοιλος
- οάλογο που έχει κοίλο γόνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κοίλος. Η λ. γονύκοιλος (ίππος) μαρτυρείται από το 1890 στον Γεώργιο Πιλάβιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek